- γυψώνω
- γυψώνω, γύψωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γυψώνω — (AM γυψῶ, όω) [γύψος] επαλείφω με γύψο νεοελλ. 1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές 2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο 3. (για το… … Dictionary of Greek
γυψώνω — γύψωσα, γυψώθηκα, γυψωμένος 1. αλείφω με γύψο. 2. επιδένω σπασμένο ή εξαρθρωμένο μέλος του σώματος με γύψινο επίδεσμο: Μουγύψωσαν το σπασμένο πόδι για να θεραπευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγύψωτος — η, ο [γυψώνω] 1. αυτός που δεν γυψώθηκε, δεν επιχρίστηκε με γύψο 2. αυτός που δεν διακοσμήθηκε με γυψώματα 3. αυτός που δεν περιέχει γύψο … Dictionary of Greek
γύψωμα — το [γυψώνω] η γύψωση … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek